πνευματοδόχος

πνευματοδόχος
-ον, ΜΑ
1. αυτός που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα
2. αυτός που έχει δεχθεί και κατά συνέπεια έχει μέσα του πνεύμα, πνοή, αέρα («τὸ πνεῡμα ἀπὸ τῶν πνευματοδόχων ἀγγείων ἀνωθούμενον», Αν. Οξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”